- κορφολόγημα
- το, -ατοςη αποκοπή και συλλογή των κορυφών φυτού, βλαστολόγημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κορφολόγημα — και κορυφολόγημα, το (γεωπ.) το κόψιμο τών κορυφών τών βλαστών και τών άκρων τών κλαδιών σε ορισμένα καλλιεργούμενα φυτά που αποσκοπεί στη βελτίωση τής καρποφορίας, στην επιτάχυνση τής συγκομιδής, στο μεγάλωμα τών φύλλων ή που γίνεται για… … Dictionary of Greek
ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… … Dictionary of Greek
ανθολόγημα — το 1. μάζεμα, συλλογή λουλουδιών 2. (φυτοκομία) το κόψιμο, το αραίωμα των μπουμπουκιών ενός φυτού για να ενισχυθεί το φυτό και να μπορέσει να θρέψει τα υπόλοιπα, κορφολόγημα … Dictionary of Greek
βλαστολόγημα — το αποκοπή βλαστών φυτών ή δένδρων για ν αναπτυχθούν καλύτερα όσοι απομένουν, κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστολογώ. Η λ. στον πληθ., βλαστολογήματα, τα, μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν τής Γαλλικής Γλώσσης τού Γρηγορ. Ζαλίκογλου] … Dictionary of Greek
κορυφολόγημα — το βλ. κορφολόγημα … Dictionary of Greek
κορυφοτομία — η το κόψιμο τών κορυφών φυτού, το κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + τομία (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμο τομία, υλο τομία] … Dictionary of Greek
κορφολογώ — άω και κορυφολογώ, έω (Μ κορυφολογῶ, έω) [κορφολόγος] νεοελλ. 1. κάνω κορφολόγημα) «μια κόρη ρόδα εμάζευε κι αθούς εκορφολόγα», δημ. τραγούδι) 2. χαϊδεύω ερωτικά κοπέλα μσν. επιλέγω … Dictionary of Greek
κορφολόγος — και κορυφολόγος, ο αυτός που κόβει και μαζεύει κορυφές τών φυτών, αυτός που κάνει κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή / κορυφή + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βοτανο λόγος, καρπο λόγος] … Dictionary of Greek
βλαστολόγημα — το το κόψιμο των βλασταριών, το κορφολόγημα: Το αμπέλι έχει ανάγκη από βλαστολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξελάκκωμα — ξελάκκωμα, το και ξελάκκισμα, το, ατος 1. άνοιγμα λάκκου γύρω από τη ρίζα φυτού ή δέντρου: Το ξελάκκωμα, το χαράκωμα και το κορφολόγημα είναι απαραίτητα για το αμπέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)